Αν ν - Ανθρ
- Αν ντρέπεσαι να δουλεύεις, να ντρέπεσαι και να τρως
- Αν πιαστείς στο χορό θα χορέψεις
- Αν χάθηκαν τα σκουλαρίκια, έμειναν οι τρύπες
- Άναβε το λυχνάρι σου προτού σε πιάσει η νύχτα
- Ανάθεμα δυο πράγματα: φτώχεια και γεράματα
- Ανάμεσα σφυρί κι αμόνι
- Ανάξια η νοικοκυρά, αχαίρετο το σπίτι
- Ανάποδος χρόνος δεκατρείς μήνες